Στα δυτικά της επαρχίας Λάρνακας, κάπου 27 χιλιόμετρα από την πόλη, στα σύνορά της με την επαρχία Λευκωσίας, κοντά στα χωριά Πυργά, Μοσφιλωτή, Σια και Αλάμπρα, βρίσκεται η κοινότητα Κόρνου. Τη συναντούμε στη δεξιά πλευρά του νέου αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας Λεμεσού και σε απόσταση γύρω στα 25 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Είναι απλωμένη σε μια λοφώδη περιοχή, κατάφυτη από δασικά δέντρα, ελαιόδεντρα, χαρουπιές, θάμνους και άγρια βλάστηση, σε ένα πραγματικά όμορφο και ξεκούραστο φυσικό περιβάλλον. Ιδιαίτερα την άνοιξη και το φθινόπωρο η φύση στον Κόρνο φαντάζει γιορταστική. Ένα τοπίο καταπράσινο και μοσχομυρισμένο από τις μοναδικές ευωδίες του βελονόφυλλου δεντρολίβανου, του λάδανου, του φασκόμηλου και του θυμαριού, που πλούσια συνυπάρχουν στην Κορνιώτικη γη. Το βουνίσιο ζηλευτό θυμάρι, που σαν ανθίσει, σκορπίζει τριγύρω μια δυνατή μεθυστική μυρωδιά. Μια μυρωδιά, που, από ανέκαθεν τραβούσε πάνω του τις ταξιδιάρικες μέλισσες και δόθηκε η ευκαιρία στους κατοίκους του Κόρνου, να αναπτύξουν τη μελισσοκομία.
Το χωριό βρίσκεται μόνιμα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της ιστορικής Μονής Σταυροβουνίου, μιας των σεβασμιότερων Ιερών Μονών του νησιού.
Η μεγαλύτερη έκταση των εδαφών της κοινότητας, διασχίζεται από τμήματα των ποταμών Τρέμιθου, Πούζη, Πεντάσχοινου και Ξεροπόταμου. Σε όλη την έκτασή της επικρατεί εύκρατο, υγιεινό κλίμα, που συμβάλλει θετικά στην ομαλή εξέλιξη της ψυχοσύνθεσης και την επαγγελματική απόδοση των χωρικών. Οι καλές κλιματολογικές συνθήκες σε συνδυασμό με την κοντινή απόσταση και το άρτιο οδικό δίκτυο με τις μεγάλες πόλεις του νησιού και τα περίχωρα, αποτελούν σταθερούς παράγοντες παραμονής των κατοίκων στη γενέθλια γη και έτσι αποφεύγεται η αστυφιλία, η οποία μαζί με τη μετανάστευση, υπήρξαν βασικές αιτίες για την ερήμωση πολλών χωριών της κυπριακής υπαίθρου. Παράλληλα, αρκετά άτομα και οικογένειες από άλλα μέρη της Κύπρου, επιλέγουν τον Κόρνο για μόνιμη κατοίκηση.
Μπορεί να λεχθεί πως, από γεωγραφικής άποψης, το χωριό είναι δημιουργημένο σε πλεονεκτική τοποθεσία, αφού εύκολα και σύντομα, οι κάτοικοί του μπορούν να μεταβούν σε τρεις από τις κυριότερες πόλεις του νησιού, τη Λευκωσία, Λεμεσό και Λάρνακα.
Ιστορική πορεία
Σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις, όπως αρχαία ευρήματα, ερειπωμένοι χώροι, τοπικές παραδόσεις και άλλα, η περιοχή του Κόρνου κατοικήθηκε από τα προχριστιανικά χρόνια. Σε αφήγησή του, ο πρώην κοινοτάρχης Κόρνου κ. Κλεάνθης Λοϊζίδης, μας ανέφερε ότι σε αρκετές σπηλιές που υπάρχουν σε διάφορες τοποθεσίες γύρω από το χωριό, βρέθηκαν αγγεία και άλλα αρχαιολογικά αντικείμενα, ενώ υπάρχουν ενδείξεις πως κατά τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, όταν η θρησκεία του Θεανθρώπου βρισκόταν υπό καταδίωξη από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μέρος της οποίας αποτελούσε και η Κύπρος, στις σπηλιές αυτές κατέφευγαν χριστιανοί για να τελέσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα, ή και για προφύλαξη από τους διωγμούς. Στην τοποθεσία «Σπήλιοι» που στις μέρες μας βρίσκεται στην κατοικημένη ζώνη του χωριού, μπορεί κάποιος να δει από κοντά μερικές ευρύχωρες σπηλιές, των οποίων το μεγάλο εμβαδόν προήλθε από λαξεύσεις, ενώ λάξευσης έτυχαν και οι είσοδοί τους, που έχουν γεωμετρικά σχήματα. Στο χωμάτινο πάτωμα μιας από τις αναφερόμενες σπηλιές, φαίνεται ορθογώνιο, μακρόστενο σκάψιμο που μοιάζει με τάφο. Μια επιστημονική αρχαιολογική έρευνα, ίσως φέρει στο φως κάποια ευρήματα, μέσα από τα οποία ν’ αποδεικνύεται η ύπαρξη ζωής στις σπηλιές, στα χρόνια της αρχαιότητας.
Στα γύρω βουνά, υπήρχαν και ίσως υπάρχουν, αποθέματα ορυκτών και κυρίως χαλκού. Αυτό, πιστοποιείται και σήμερα από το χρώμα του χώματος και των πετρωμάτων της περιοχής, τα οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα, τύγχαναν εκμετάλλευσης από ιδιώτες και αργότερα από εταιρείες. Μάλιστα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1910, στην περιοχή υπήρχαν «καμίνια» επεξεργασίας του χαλκού, τον οποίο εκμεταλλεύονταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες που διοικούσαν τότε το νησί. Κάποιοι κάτοικοι του Κόρνου, θυμούνται τους χώρους επεξεργασίας του ορυκτού και την μεταφορά του ακατέργαστου μεταλλεύματος με άμαξες, είτε στα λιμάνια για να εξαχθεί στο εξωτερικό, είτε σε άλλα κέντρα επεξεργασίας, αφού τέτοια λειτουργούσαν σε διάφορα μέρη της Κύπρου. Η παρουσία χαλκού στις λοφώδεις εκτάσεις του Κόρνου, αποτελούσε σημαντικό παράγοντα για την κατοίκηση ανθρώπων σε παρακείμενες περιοχές.
Το χωριό είναι σημειωμένο στους πρώτους κυπριακούς χάρτες, που κυκλοφόρησαν κατά το Μεσαίωνα. Το συναντούμε με το όνομα «Cornο». Κατά τη Βυζαντινή Περίοδο δεν αναφέρεται σε πηγές, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υφίστατο, αφού άλλωστε, οι πρώτοι Κύπριοι ιστορικοί παρουσιάστηκαν με κείμενά τους, στα μεσαιωνικά χρόνια.
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1192 μ.Χ. - 1489 μ.Χ.), ο Κόρνος μαζί με άλλα χωριά της περιοχής, παραχωρήθηκε ως φέουδο, το 1461, από το Φράγκο βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Β΄, στον Αμηράλη του νησιού Μούτζιο ντε Κωνστάτζο. Ο μεσαιωνικός χρονικογράφος Φλώριος Βουστρώνιος, σε βιβλίο του με θέμα την Ιστορία της Κύπρου, το οποίο ολοκλήρωσε περί το 1489 μ.Χ. έγραψε γι’ αυτή την παραχώρηση: «Την ίδια περίοδο κατά την οποία έφθασε (στην Κύπρο) ο Ιωάννης Πέρες, έφθασαν και δυο γαλέρες στην Πάφο, των οποίων πλοίαρχος ήταν ένας Σικελός ευγενής, ονόματι Μούτζιο ντε Κωνστάντζο. Και μαζί του ήταν επίσης και κάποιος Γάλλος ευγενής. Με την άφιξή τους, ζήτησαν από τον διοικητή της Πάφου, που ήταν ο Ιωάννης Μιστακιέλ, άδεια ασφαλούς διάβασης. Εκείνος τους έδωσε αυτή την άδεια και εισήλθαν στο λιμάνι. Ο διοικητής ειδοποίησε επίσης τον βασιλιά και εκείνος ίππευσε αμέσως και πήγε στην Πάφο. Πήρε μαζί του τον αναφερθέντα Κωνστάντζο καθώς και τον Γάλλο, άφησε τις γαλέρες τους υπό την φύλαξη του Μιστακιέλ και επέστρεψε στη Λευκωσία. Όταν έφθασαν, ο βασιλιάς έστειλε ως πλοίαρχο σε εκείνες τις γαλέρες τον Ιωάννη Πέρες. Και στον αναφερθέντα Μούτζιο έδωσε μια αξιόλογη περιουσία αποτελούμενη από τα χωριά Βάβλα, Κόρνο, Μοσφιλωτή, Δελίκηπο, Καλοτρίτη, Άρσος της Μεσαορίας και άλλα ακόμη……»
Την Περίοδο της Ενετοκρατίας του νησιού (1489μ.Χ.- 1570μ.Χ.) τότε που η Κύπρος ήταν διαιρεμένη σε δώδεκα διαμερίσματα, ο Κόρνος συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους οικισμούς, που διοικητικά υπάγονταν στο διαμέρισμα Λευκωσίας. Μαζί με τα χωριά Ψευδάς, Μοσφιλωτή, Σια και Δελίκηπος, βρισκόταν στο νοτιότερο μέρος του διαμερίσματος, εκεί όπου συνόρευε με το διαμέρισμα Σαλίνες (Λάρνακας). Στο ίδιο διαμέρισμα, βορειότερα του Κόρνου και σε μικρή απόσταση από αυτόν, λειτουργούσε τότε, και ο ανύπαρκτος πια οικισμός Κακοτρύγητη. Ο διοικητής κάθε διαμερίσματος κατά την Περίοδο της Ενετοκρατίας, ονομαζόταν Τσιβιτάνος, ενώ οι χωρικοί ήταν διαιρεμένοι σε δυο κατηγορίες, τους Πάροικους και τους Απελεύθερους.
Πάροικοι, καλούνταν οι πολίτες που δούλευαν υποχρεωτικά, αρχικά δυο και στη συνέχεια τρεις φορές τη βδομάδα, στις κτηματικές περιουσίες των ξένων φεουδαρχών. Ακόμα, αναγκάζονταν να δίνουν στο φεουδάρχη ένα χρηματικό ποσό και επιπρόσθετα, να του παραχωρούν γύρω στα τέσσερα δέκατα του αγροτικού τους εισοδήματος. Οι Πάροικοι μπορούσαν να απελευθερωθούν, αλλά με εξαγορά της ελευθερίας τους. Κάτι τέτοιο όμως, ελάχιστοι από αυτούς μπορούσαν να το καταφέρουν, αφού ήταν πάμπτωχοι και δεν είχαν το αναγκαίο χρηματικό ποσό. Οι Απελεύθεροι, που καλούνταν και «Φραγκόματοι», είχαν λιγότερες υποχρεώσεις από τους Πάροικους. Εργάζονταν υποχρεωτικά, όμως όχι προς τους αφέντες - φεουδάρχες, αλλά προς την κρατική εξουσία. Ορισμένες μέρες του χρόνου εργάζονταν σε οχυρωματικά έργα, χωρίς πληρωμή. Οι Απελεύθεροι έδιναν υποχρεωτικά ένα μέρος της γεωργικής τους παραγωγής στους ιδιοκτήτες των χωριών που βρίσκονταν τα κτήματά τους. Είναι γνωστό πως, κατά τη Λατινοκρατία, οι ξένοι αφέντες μοίραζαν τα κυπριακά χωριά στους «ούτω καλούμενους ευγενείς», που έρχονταν για να ζήσουν στο νησί.
Την Περίοδο της Τουρκοκρατίας (1571 - 1878) η Κύπρος ήταν διαιρεμένη σε καζάδες (διοικητικές πριφέρειες). Η συγκεκριμένη διοικητική διαίρεση δεν ήταν σταθερή, αλλά στη διάρκεια των τριακοσίων χρόνων της Οθωμανικής διακυβέρνησης του νησιού, παρατηρήθηκαν διάφορες μεταβολές, τόσο στον αριθμό των καζάδων όσο και την υπαγωγή των πόλεων και χωριών σε αυτούς. Ο Κόρνος διοικητικά υπαγόταν στον καζά της Κυθρέας. Σε αυτό τον καζά, στις αρχές της δεκαετίας του 1830, ζούσαν 2524 άνδρες χριστιανοί και 541 άνδρες μουσουλμάνοι. Τα στοιχεία προέρχονται από την απογραφή του πληθυσμού της Κύπρου, που έγινε το 1831, από τον Abdurrauf Haleti effendi, εντεταλμένο της Υψηλής Πύλης. Στην πληθυσμιακή απογραφή συμπεριλήφθηκαν μόνο οι άρρενες κάτοικοι. Τα υπόλοιπα χωριά που μαζί με τον Κόρνο αποτελούσαν τον καζά της Κυθρέας, ήταν τα ακόλουθα:
Μικρό Καϊμακλί (ίσως, το πρώην πάνω Καϊμακλί), Πέρα Χωριόν, Τραχώνι, Καϊμακλί, Μια Μηλιά, Νέον Χωρίον, Τράχωνας, Βώνη, Έξω Μετόχι, Παλαίκυθρον, Τύμβου, Μαρκόν, Πυρόι, Άγιος Σωζόμενος, Ιδάλιον, Λουρουκίνα, Λύμπια, Μοσφιλωτή, Ψευδάς, Κόρνος, Σια, Μοναστήρι της Μάλλουρας, Αλάμπρα, Νήσου, Παλλουριώτισσα, Τσέρι, Πολιτικόν, Ψημολόφου, Γέρι, Δελίκηπος, Ποταμιά, Στρόβολος, Αγλατζιά, Κουρού Μοναστήρι, Πέτρα του Διγενή, Καλυβάκια, Κόσιη, Επηχώ, Μπέη Κιογιού.
Ονομασία του χωριού
Ο Κύπριος εκπαιδευτικός - λαογράφος Νέαρχος Κληρίδης, στο βιβλίο του «Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου», σημειώνει αναφορικά με την προέλευση του τοπωνύμιου Κόρνος: Πιθανόν αυτό να σχηματίστηκε από τη λέξη κόρωνος με αποβολή του ω, και με την υπόθεση πως ο πρώτος οικιστής του χωριού επονομαζόταν «Κόρωνος». Ο Κληρίδης εξηγεί πως το επώνυμο «Κόρωνος» είναι συνηθισμένο στην Κύπρο, για άντρες φλύαρους με βραχνή φωνή, που μοιάζει με εκείνη του ομώνυμου πουλιού. Δεν αποκλείει ακόμα το ενδεχόμενο, το τοπωνύμιο να πήρε το συγκεκριμένο επώνυμο από την παρουσία πολλών κορώνων στην περιοχή. Σε μια δεύτερη εκδοχή, πιθανολογεί την προέλευση του επώνυμου από τη γαλλική λέξη corne, που σημαίνει ψηλή τοποθεσία, προεξοχή, κέρατο. Η εκδοχή αυτή είναι αρκετά βάσιμη, γνωστού ότι, σε τοποθεσία της κοινότητας, υπάρχουν δυο ψηλά και μυτερά πετρώματα των οποίων οι κορυφές είναι όμοιες με κέρατα και φέρουν την ονομασία «Κόρνοι». Κάτοικοι της κοινότητας αναφέρουν πως, άκουαν από παλαιότερους συγχωριανούς τους, ότι σε περασμένες εποχές, το χωριό ήταν κτισμένο στην πιο πάνω αναφερόμενη τοποθεσία. Οι πρόγονοί τους επέλεξαν το ύψωμα «Κόρνοι», το οποίο προηγουμένως είχε διαφορετικό σχήμα από το σημερινό και σε αυτό δημιούργησαν τον οικισμό τους. Μάλιστα ανάμεσα στους Κορνιώτες λέγεται πως, όταν έφταναν κακοποιοί για να ενοχλήσουν, οι χωρικοί τους έριχναν πέτρες από το ύψωμα και έτσι τρέπονταν σε φυγή.
Κάποια συμπεράσματα για την ονομασία του χωριού εξάγονται και από το ταξιδιωτικό κείμενο του Ισπανού περιηγητή Badiay Heyblich (ψευδώνυμο του Αli Bey el Abbassi - Aλή Μπέη) που επισκέφθηκε την Κύπρο στις αρχές του 19ου αιώνα και περιόδευσε σε διάφορα μέρη του νησιού. Ο Αλή Μπέη είχε την ευκαιρία να περάσει και από τον Κόρνο, για τον οποίο, στο ταξιδιωτικό του βιβλίο «Viatjes de Ali Bey el Ambbassi per Africa y Asia» (Tα ταξίδια του Αλή Μπέη ελ Αμπασσί στην Αφρική και στην Ασία) το οποίο πρωτοεκδόθηκε στα γαλλικά το 1814, αναφέρει: «Ήταν 28 Μαρτίου το 1806, όταν ξεκίνησα στις 5 το πρωί από τη Λεμεσό, με συνοδεία τον κ. Φραγκούδη, το γιο του και τέσσερις υπηρέτες, ταξιδεύοντας, στα ανατολικά. Μετά από κάποιας ώρας ταξίδι, αφού διασχίσαμε τους ψηλότερους λόφους, στις 11π.μ. φθάσαμε στην κορφή. Τότε, κατεβαίνοντας ελαφρά, σε μισή ώρα περάσαμε από ένα χωριό που ονομάζεται Κόρνος». Στη συνέχεια, περιγράφοντας τα βουνά της περιοχής αναφέρει: «Τα ψηλότερα βουνά είναι σχηματισμένα από roche cornee σε κάθε απόχρωση, από το πράσινο του μήλου μέχρι το μαυροπράσινο. Ανευρίσκονται επίσης κομμάτια από κεροστίλβη, με μεγάλη στιλπνότητα και ομορφιά. Σταμάτησα μια στιγμή για να εξετάσω αυτούς τους βράχους, όταν ο κ. Φραγκούδης είπε: «αυτοί οι βράχοι ονομάζονται Roca di Corno». Τον ερώτησα από πού είχαν πάρει αυτή την ονομασία και απάντησε: «από ένα μέρος που θα δούμε σε λίγο». Αυτό ήταν το χωριό Κόρνος. Αν είναι συμπτωματική αυτή η ομοιότητα του κοινού ονόματος με το ορυκτολογικό, είναι σίγουρα αξιομνημόνευτη. Ή, διαφορετικά, ποιός ορυκτολόγος ίδρυσε και ονόμασε το χωριό Κόρνο; Δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα για την προέλευση του χωριού, έτσι θα πρέπει να είναι αρχαίο. Έχει τριάντα το πολύ σπίτια, η τοποθεσία του είναι ευχάριστη, στο μέσον μιας μικρής κοιλάδας γεμάτης ελιές και χαρουπιές. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είναι απασχολημένοι με την κατασκευή πήλινων αγγείων. Τα βουνά ολόγυρα είναι καλυμμένα με αγριοκυπαρίσσια σε ωραίες συστάδες και λόχμες. Στα μεγάλα συμπλέγματα των roche cornee, ένας βλέπει φλέβες ή ίνες χαλαζία. Δεν είδα το παραμικρό ίχνος γρανίτη. Αυτοί οι λόφοι είναι σίγουρα μεταλλοφόροι, διότι περιέχουν λεπιδόλιθο, καθώς και οξείδια χαλκού και σιδήρου».